στείρευμα

στείρευμα
στείρευμα, το και στέρεμα, το
αποξήρανση πηγής, σταμάτημα ροής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στείρευμα — το, Ν βλ. στέρεμα …   Dictionary of Greek

  • στείρευση — η στείρευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”